- προσκεφαλίς
- προσκεφᾰλ-ίς, ίδος, ἡ, = foreg. 1, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκεφαλίς — ίδος, ἡ, Α μαξιλάρι, προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ αιον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)] … Dictionary of Greek
προσκεφαλίδα — προσκεφαλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκεφαλίδι — προσκεφαλίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)